ποιμαίνω

ποιμαίνω
ποιμαίνω
1 tend met., cherish

τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει O. 11.9

δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ edd. plerique) I. 5.12

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποιμαίνω — herd pres subj act 1st sg ποιμαίνω herd pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαίνω — ΝΜΑ 1. (για ποιμένα) οδηγώ ποίμνια στη βοσκή, βόσκω κοπάδια 2. (για τον θεό ή για πνευματικούς ηγέτες και θρησκευτικούς αρχηγούς) καθοδηγώ, χειραγωγώ («ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῡ Θεοῡ», ΚΔ) 3. μτφ. κατευθύνω, διευθύνω, διοικώ… …   Dictionary of Greek

  • ποιμαίνω — ποίμανα, ποιμάνθηκα 1. βόσκω κοπάδι. 2. καθοδηγώ τους πιστούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποιμαίνεσθε — ποιμαίνω herd pres imperat mp 2nd pl ποιμαίνω herd pres ind mp 2nd pl ποιμαίνω herd imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαίνετε — ποιμαίνω herd pres imperat act 2nd pl ποιμαίνω herd pres ind act 2nd pl ποιμαίνω herd imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαίνῃ — ποιμαίνω herd pres subj mp 2nd sg ποιμαίνω herd pres ind mp 2nd sg ποιμαίνω herd pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεποίμανται — ποιμαίνω herd perf ind mp 3rd pl (epic ionic) ποιμαίνω herd perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαινομένων — ποιμαίνω herd pres part mp fem gen pl ποιμαίνω herd pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαινόμεθα — ποιμαίνω herd pres ind mp 1st pl ποιμαίνω herd imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαινόμενον — ποιμαίνω herd pres part mp masc acc sg ποιμαίνω herd pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαινόντων — ποιμαίνω herd pres part act masc/neut gen pl ποιμαίνω herd pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”